ἐπικρατητικός

ἐπικρατητικός
ἐπικρατητικός
astringent
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επικρατητικός — ἐπικρατητικός, ή, όν (Α) [επικράτηση] 1. αυτός που συγκρατεί, που κρατά κάτι σφιχτά 2. (ειδ.) (για φάρμακο) στυπτικός …   Dictionary of Greek

  • ἐπικρατητικά — ἐπικρατητικός astringent neut nom/voc/acc pl ἐπικρατητικά̱ , ἐπικρατητικός astringent fem nom/voc/acc dual ἐπικρατητικά̱ , ἐπικρατητικός astringent fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρατητικόν — ἐπικρατητικός astringent masc acc sg ἐπικρατητικός astringent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικρατητικῆς — ἐπικρατητικός astringent fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”